Η ιστορία μοιάζει απλή: ο George Valentin (Jean Dujardin) είναι ένας αστέρας του βωβού κινηματογράφου στο Hollywood του '20. Ωστόσο δε βρισκόμαστε μονάχα στο τέλος μιας δεκαετίας, αλλά και σε ένα διττής σημασίας χρονικό μεταίχμιο. Ο ερχομός του ομιλούντος κινηματογράφου και το οικονομικό κραχ αλλάζουν τα δεδομένα στη ζωή του George, ο οποίος βλέπει την καριέρα του να ξεθωριάζει απότομα, μιας και η κινηματογραφική βιομηχανία εντάσσεται ταχύτατα στην εποχή του "ήχου" και αναζητά νέα αστέρια πάνω στα οποία θα επενδύσει. Ένα από αυτά είναι η νεαρή και όμορφη Peppy Miller (Berenice Bejo) που από κομπάρσος μετατρέπεται σε λαμπερή πρωταγωνίστρια. Η τυχαία γνωριμία των δύο τους όμως, που λαμβάνει χώρα προτού ξεκινήσουν όλες οι προαναφερθείσες δραματικές αλλαγές, παίζει το δικό της κρίσιμο ρόλο στην ιστορία...
Σε καιρούς που το 3D έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, η ύπαρξη μίας σύγχρονης βωβής ταινίας προκαλεί ανοικτά την περιέργεια του ανήσυχου κοινού. Με μία πρώτη, επιδερμική ανάγνωση της υπόθεσης η ταινία του Hazanavicius είναι απλώς ένα ρομαντικό δράμα προσηλωμένο σε δύο ήρωες - έξοχα ερμηνευμένοι από τους πρωταγωνιστές - που η μοιραία γνωριμία τους προκύπτει ενώ ακολουθούν αντιδιαμετρικές τροχιές.
Το στοιχείο, ωστόσο, που ανατρέπει τα δεδομένα δεν είναι απλώς το εύρημα της σιωπής, της παντελούς έλλειψης διαλόγων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος το αξιοποιεί προκειμένου να πειραματιστεί τόσο με το ίδιο το μέσο όσο και με τα κινηματογραφικά είδη. Από τεχνικής άποψης, το «The Artist» υιοθετεί τετράγωνο κάδρο (1,33:1), η φωτογραφία είναι λεπτομερώς προσεγμένη, έτσι ώστε να εντείνει την ψευδαίσθηση του θεατή ότι ταξιδεύει πίσω στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου.
Το «The Artist» είναι επί της ουσίας ένα ατελείωτο gag, ένα ασταμάτητο πείραγμα και κλείσιμο του ματιού τόσο προς το θεατή, όσο και προς την ίδια την εξέλιξη της κινηματογραφικής ιστορίας. Μέσα από την αναντίρρητα μελοδραματική ιστορία του George Valentin, ξεπηδούν συνεχώς στιγμές σπαρταριστού γέλιου. Ακόμα και ο ήχος, για χάρη του οποίου γίνονται σχεδόν όλα, παρεισφρέει στην ταινία με τρόπο αναπάντεχο και ιδιοφυή. Τα πανέξυπνα ωστόσο κωμικά ευρήματα διαδέχονται οι λεγόμενες "πικρές" στιγμές της πλοκής, ενταγμένα όλα σε μία ιδανική αρμονία, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η κωμωδία με το ρομαντικό δράμα να διαπλέκονται μοναδικά.
Αν όμως δούμε βαθύτερα, θα αντιληφθούμε πως ο Hazanavicius ανοίγει διάλογο με το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο και με τη μακρόχρονη εξέλιξή του. Καθόλου τυχαία, διηγείται μία ιστορία τοποθετημένη σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο, εκείνο της μετάβασης από το "βωβό" στον "ήχο", τη στιγμή που επιλέγει να γυρίσει τη συγκεκριμένη ταινία εν μέσω μίας ακόμα τεχνολογικής μετάβασης, όπου το σινεμά στρέφεται ολοένα και πιο δυναμικά προς το digital και το 3D. Το γεγονός ότι κατορθώνει να κομίσει το μήνυμα της διαχρονικότητας της κινηματογραφικής γλώσσας ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς "κατακλυσμικές" αλλαγές (π.χ. ήχος, χρώμα) και ερχομούς (π.χ. τηλεόραση) που απειλούν να την καταστρέψουν ή να την αλλοιώσουν, αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας του Hazanavicius. Γιατί το «The Artist», δεν αποτελεί απλώς έναν φόρο τιμής στο παλιό Hollywood, ένα βαθιά νοσταλγικό φιλμ για τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου και του swing, την εποχή του Chaplin και του Keaton ούτε μονάχα ένα υπέροχο σεμινάριο κινηματογραφικής ιστορίας για τις νεότερες γενιές θεατών.
Μεταξύ όλων των άλλων, αποδεικνύεται μία απροσδόκητη όσο και πολύτιμη υπενθύμιση ότι η ανθεκτικότητα των θεμελιωδών αρχών της κινηματογραφικής τέχνης δεν έχει να φοβηθεί καμία "φοβερή και τρομερή" τεχνολογική εξέλιξη. Και, φυσικά, μπορούμε να γελάμε άφοβα με τις εκάστοτε γραφικές Κασσάνδρες που σκούζουν, φοβούμενες πως το 3D, το digital video ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο θα μπασταρδέψουν αργά ή γρήγορα το σινεμά. Να είναι καλά ο Hazanavicius που έδειξε πανέξυπνα πως η κινηματογραφική γλώσσα είναι εκπληκτικά διαχρονική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου