Εάν δεν επικοινωνούσαν με λέξεις, οι ήρωες του Attenberg, θα μπορούσαν κάλλιστα να ερμηνεύονται από κάθε λογής ζώο, με μόνη καθοδήγηση το ένστικτο. Σαν σε ένα ζωικό ντοκιμαντέρ, στα πρότυπα της δουλειάς του Sir David Attenborough (την προφορά του οποίου "διαμελίζει" ο τίτλος του φιλμ), η Αθηνά Τσαγγάρη απωθεί στερεότυπα αφήγησης που έχουν να κάνουν με χαρακτήρες του είδους μας και κινηματογραφεί με μια ψυχρότητα παρατηρητή, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει τις αποκλίσεις του ορμέμφυτου.
Η Μαρίνα, από Γαλλίδα μάνα, δε μιλά σωστά τη γλώσσα (ούτε καν εκείνη του σώματος), δεν ξέρει τι είναι το σεξ, σιχαίνεται την ανταλλαγή στοματικών υγρών, προτιμά τις γυναίκες (περισσότερο σαν φιλική ταύτιση παρά ως σεξουαλική ταυτότητα) και κινδυνεύει να χάσει κάθε επαφή με τον κόσμο μας λόγω του επερχόμενου θανάτου του father figure - Σπύρου, ο οποίος αναλαμβάνει τη σύντομη αποστολή της «μύησης» στη... συνύπαρξη, με συνεργό τη Μπέλα, τη μοναδική - αν και εντελώς αντίθετη σε συμπεριφορά - φιλενάδα της. Όλο αυτό το αρχικό μέρος του φιλμ που αφορά στο θνητό βίο, τη γνωριμία του έρωτα και άλλων ανησυχιών μιας κοριτσίστικης, "ευαίσθητης" ηλικίας (στα twentysomething), βρίσκει το αντίβαρό του στην αρνητική εξέλιξη της υγείας του πατέρα, ο οποίος αφήνει στη Μαρίνα την ακόμη πιο άχαρη "κληρονομιά", να τον σκορπίσει στη θάλασσα σαν... στάχτη. Καθώς το θανατικό παίρνει το πάνω χέρι, η μέχρι πρότινος εκκεντρική ή μίνιμαλ πλευρά της αφήγησης μετατρέπει το ψυχρό ή ζωώδες σε ανθρωπολογική μελέτη με αναπάντεχο βάθος στο συναίσθημα, που σε κάνει να βγαίνεις από την αίθουσα κάπου μεταξύ του βουρκώματος ή των λυγμών! Ο ελεγειακός τόνος του Attenberg αγκαλιάζει ολόκληρο το φιλμ και συνδέει τα κενά ή τις πιθανές ελλείψεις ενός σεναρίου που, εν τέλει, βρίσκει το στόχο του... εκ των έσω.
Από την συμπεριφορική παρθενία του νεοφερμένου σε τούτο τον κόσμο, στα άτσαλα βήματα της μαθητείας (μέσα κι έξω από την οικογένεια), την αποσύνθεση της ωριμότητας και τη μη αναστρέψιμη φυσική μας κατάληξη. Σταθμοί που μας συστήνουν οι χαρακτήρες της Τσαγγάρη. Γνώριμοι, βιωμένοι, σχεδόν τρομακτικοί, που για μερικούς από εμάς δε βγάζουν νόημα, ούτως ή άλλως. Σαν τον τίτλο του φιλμ, που από επώνυμο ανθρώπου, πέρασε μέσα από ένα «σπασμένο τηλέφωνο», για να καταλήξει σε μια συρραφή γραμμάτων χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το παραμικρό. Αλλά και η ζωή, τι νόημα έχει; Αφού όλα πεθαίνουν στο τέλος. Μαυρίλα και πεσιμισμός που γεννούν την αποστροφή του θεατή για ένα κινηματογραφικό έργο; Αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να αισθανθεί μια ταινία σαν το Attenberg, αντί ανταμοιβής, σε περιμένει το πιο θετικό συναίσθημα που θα βιώσεις παρακολουθώντας μια ελληνική ταινία φέτος. Κι αυτό απέχει τόσο πολύ από το ζοφερό και τα συντρίμμια του κόσμου στον οποίο θα επιστρέψεις, εκεί έξω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου